- ἀπολαύσεσι
- ἀπόλαυσιςact of enjoyingfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… … Dictionary of Greek